μήλον

μήλον
(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.
————————
(II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῑαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *mēlo- ή *smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. *smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύ-μηλος, Καλλί-μηλος, Πολύ-μηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μῆλον — 1 sheep neut nom/voc/acc sg μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆλον — Μῆλος masc acc sg Μῆλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλω — μῆλον 1 sheep neut nom/voc/acc dual μῆλον 1 sheep neut gen sg (doric aeolic) μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc dual μῆλον 2 apple neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆλα — μῆλον 1 sheep neut nom/voc/acc pl μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλοιο — μῆλον 1 sheep neut gen sg (epic) μῆλον 2 apple neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλοις — μῆλον 1 sheep neut dat pl μῆλον 2 apple neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλοισι — μῆλον 1 sheep neut dat pl (epic ionic aeolic) μῆλον 2 apple neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλοισιν — μῆλον 1 sheep neut dat pl (epic ionic aeolic) μῆλον 2 apple neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλου — μῆλον 1 sheep neut gen sg μῆλον 2 apple neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλων — μῆλον 1 sheep neut gen pl μῆλον 2 apple neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”